Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὤχρα
ὠχραίνω
ὠχραντικός
ὠχράω
ὠχρία
ὠχρίας
ὠχρίασις
ὠχριάω
ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
ὠχρόξανθος
ὠχροπελιός
ὠχροποιός
ὠχρός
ὦχρος
ὠχροσύνη
ὠχρότης
ὤχρωμα
ὤψ
View word page
ὠχρομέλας
dark and sallow
ShortDef
dark and sallow
Debugging
Headword:
ὠχρομέλας
Headword (normalized):
ὠχρομέλας
Headword (normalized/stripped):
ωχρομελας
IDX:
98566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98567
Key:
Data
{'content': 'dark and sallow'}