Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὤχνων
Ὦχος
ὤχρα
ὠχραίνω
ὠχραντικός
ὠχράω
ὠχρία
ὠχρίας
ὠχρίασις
ὠχριάω
ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
ὠχρόξανθος
ὠχροπελιός
ὠχροποιός
ὠχρός
ὦχρος
ὠχροσύνη
ὠχρότης
View word page
ὠχροειδής
pallid
ShortDef
pallid
Debugging
Headword:
ὠχροειδής
Headword (normalized):
ὠχροειδής
Headword (normalized/stripped):
ωχροειδης
IDX:
98564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98565
Key:
Data
{'content': 'pallid'}