Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠχεί
ὤχνων
Ὦχος
ὤχρα
ὠχραίνω
ὠχραντικός
ὠχράω
ὠχρία
ὠχρίας
ὠχρίασις
ὠχριάω
ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
ὠχρόξανθος
ὠχροπελιός
ὠχροποιός
ὠχρός
ὦχρος
ὠχροσύνη
View word page
ὠχριάω
to be pallid

ShortDef

to be pallid

Debugging

Headword:
ὠχριάω
Headword (normalized):
ὠχριάω
Headword (normalized/stripped):
ωχριαω
IDX:
98563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98564
Key:

Data

{'content': 'to be pallid'}