Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὤχ
ὠχεί
ὤχνων
Ὦχος
ὤχρα
ὠχραίνω
ὠχραντικός
ὠχράω
ὠχρία
ὠχρίας
ὠχρίασις
ὠχριάω
ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
ὠχρόξανθος
ὠχροπελιός
ὠχροποιός
ὠχρός
ὦχρος
View word page
ὠχρίασις
a turning pale, paleness

ShortDef

a turning pale, paleness

Debugging

Headword:
ὠχρίασις
Headword (normalized):
ὠχρίασις
Headword (normalized/stripped):
ωχριασις
IDX:
98562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98563
Key:

Data

{'content': 'a turning pale, paleness'}