Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠφέλιμος
ὤχ
ὠχεί
ὤχνων
Ὦχος
ὤχρα
ὠχραίνω
ὠχραντικός
ὠχράω
ὠχρία
ὠχρίας
ὠχρίασις
ὠχριάω
ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
ὠχρόξανθος
ὠχροπελιός
ὠχροποιός
ὠχρός
View word page
ὠχρίας
one of a pale complexion

ShortDef

one of a pale complexion

Debugging

Headword:
ὠχρίας
Headword (normalized):
ὠχρίας
Headword (normalized/stripped):
ωχριας
IDX:
98561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98562
Key:

Data

{'content': 'one of a pale complexion'}