Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠφελία
ὠφέλιμος
ὤχ
ὠχεί
ὤχνων
Ὦχος
ὤχρα
ὠχραίνω
ὠχραντικός
ὠχράω
ὠχρία
ὠχρίας
ὠχρίασις
ὠχριάω
ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
ὠχρόξανθος
ὠχροπελιός
ὠχροποιός
View word page
ὠχρία
mildew
ShortDef
mildew
Debugging
Headword:
ὠχρία
Headword (normalized):
ὠχρία
Headword (normalized/stripped):
ωχρια
IDX:
98560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98561
Key:
Data
{'content': 'mildew'}