Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠφελητικός
ὠφελία
ὠφέλιμος
ὤχ
ὠχεί
ὤχνων
Ὦχος
ὤχρα
ὠχραίνω
ὠχραντικός
ὠχράω
ὠχρία
ὠχρίας
ὠχρίασις
ὠχριάω
ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
ὠχρόξανθος
ὠχροπελιός
View word page
ὠχράω
to turn pale

ShortDef

to turn pale

Debugging

Headword:
ὠχράω
Headword (normalized):
ὠχράω
Headword (normalized/stripped):
ωχραω
IDX:
98559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98560
Key:

Data

{'content': 'to turn pale'}