Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠφέλησις
ὠφελητέος
ὠφελητικός
ὠφελία
ὠφέλιμος
ὤχ
ὠχεί
ὤχνων
Ὦχος
ὤχρα
ὠχραίνω
ὠχραντικός
ὠχράω
ὠχρία
ὠχρίας
ὠχρίασις
ὠχριάω
ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
View word page
ὠχραίνω
make pale
ShortDef
make pale
Debugging
Headword:
ὠχραίνω
Headword (normalized):
ὠχραίνω
Headword (normalized/stripped):
ωχραινω
IDX:
98557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98558
Key:
Data
{'content': 'make pale'}