Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
ὠφελητικός
ὠφελία
ὠφέλιμος
ὤχ
ὠχεί
ὤχνων
Ὦχος
ὤχρα
ὠχραίνω
ὠχραντικός
ὠχράω
ὠχρία
ὠχρίας
ὠχρίασις
ὠχριάω
ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
View word page
Ὦχος
Ochus
ShortDef
Ochus
Debugging
Headword:
Ὦχος
Headword (normalized):
ὦχος
Headword (normalized/stripped):
ωχος
IDX:
98555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98556
Key:
Data
{'content': 'Ochus'}