Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠτώεις
ᾠΰφιον
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
ὠφελητικός
ὠφελία
ὠφέλιμος
ὤχ
ὠχεί
ὤχνων
Ὦχος
ὤχρα
ὠχραίνω
ὠχραντικός
ὠχράω
ὠχρία
ὠχρίας
View word page
ὠφέλιμος
useful, advantageous, beneficial

ShortDef

useful, advantageous, beneficial

Debugging

Headword:
ὠφέλιμος
Headword (normalized):
ὠφέλιμος
Headword (normalized/stripped):
ωφελιμος
IDX:
98551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98552
Key:

Data

{'content': 'useful, advantageous, beneficial'}