Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠτότμητος
ὠτώεις
ᾠΰφιον
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
ὠφελητικός
ὠφελία
ὠφέλιμος
ὤχ
ὠχεί
ὤχνων
Ὦχος
ὤχρα
ὠχραίνω
ὠχραντικός
ὠχράω
ὠχρία
View word page
ὠφελία
help, assistance

ShortDef

help, assistance

Debugging

Headword:
ὠφελία
Headword (normalized):
ὠφελία
Headword (normalized/stripped):
ωφελια
IDX:
98550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98551
Key:

Data

{'content': 'help, assistance'}