Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠτόρρυτος
ὦτος
ὠτότμητος
ὠτώεις
ᾠΰφιον
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
ὠφελητικός
ὠφελία
ὠφέλιμος
ὤχ
ὠχεί
ὤχνων
Ὦχος
ὤχρα
ὠχραίνω
ὠχραντικός
View word page
ὠφελητέος
to be helped
ShortDef
to be helped
Debugging
Headword:
ὠφελητέος
Headword (normalized):
ὠφελητέος
Headword (normalized/stripped):
ωφελητεος
IDX:
98548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98549
Key:
Data
{'content': 'to be helped'}