Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠτόλικνος
ὠτοπάροχος
ὠτοπέτης
ὠτόρρυτος
ὦτος
ὠτότμητος
ὠτώεις
ᾠΰφιον
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
ὠφελητικός
ὠφελία
ὠφέλιμος
ὤχ
ὠχεί
ὤχνων
Ὦχος
View word page
ὠφέλημα
a useful

ShortDef

a useful

Debugging

Headword:
ὠφέλημα
Headword (normalized):
ὠφέλημα
Headword (normalized/stripped):
ωφελημα
IDX:
98545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98546
Key:

Data

{'content': 'a useful'}