Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠτολαβίς
ὠτόλικνος
ὠτοπάροχος
ὠτοπέτης
ὠτόρρυτος
ὦτος
ὠτότμητος
ὠτώεις
ᾠΰφιον
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
ὠφελητικός
ὠφελία
ὠφέλιμος
ὤχ
ὠχεί
ὤχνων
View word page
ὠφελέω
to help, aid, assist, to be of use

ShortDef

to help, aid, assist, to be of use

Debugging

Headword:
ὠφελέω
Headword (normalized):
ὠφελέω
Headword (normalized/stripped):
ωφελεω
IDX:
98544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98545
Key:

Data

{'content': 'to help, aid, assist, to be of use'}