Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠτοκωφέω
ὠτολαβίς
ὠτόλικνος
ὠτοπάροχος
ὠτοπέτης
ὠτόρρυτος
ὦτος
ὠτότμητος
ὠτώεις
ᾠΰφιον
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
ὠφελητικός
ὠφελία
ὠφέλιμος
ὤχ
ὠχεί
View word page
ὠφέλεια
help, aid, succour, assistance
ShortDef
help, aid, succour, assistance
Debugging
Headword:
ὠφέλεια
Headword (normalized):
ὠφέλεια
Headword (normalized/stripped):
ωφελεια
IDX:
98543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98544
Key:
Data
{'content': 'help, aid, succour, assistance'}