Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠτοκοπέω
ὠτοκωφέω
ὠτολαβίς
ὠτόλικνος
ὠτοπάροχος
ὠτοπέτης
ὠτόρρυτος
ὦτος
ὠτότμητος
ὠτώεις
ᾠΰφιον
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
ὠφελητικός
ὠφελία
ὠφέλιμος
ὤχ
View word page
ᾠΰφιον
little egg
ShortDef
little egg
Debugging
Headword:
ᾠΰφιον
Headword (normalized):
ᾠΰφιον
Headword (normalized/stripped):
ωυφιον
IDX:
98542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98543
Key:
Data
{'content': 'little egg'}