Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠτοκλαδίας
ὠτοκοπέω
ὠτοκωφέω
ὠτολαβίς
ὠτόλικνος
ὠτοπάροχος
ὠτοπέτης
ὠτόρρυτος
ὦτος
ὠτότμητος
ὠτώεις
ᾠΰφιον
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
ὠφελητικός
ὠφελία
ὠφέλιμος
View word page
ὠτώεις
with ears
ShortDef
with ears
Debugging
Headword:
ὠτώεις
Headword (normalized):
ὠτώεις
Headword (normalized/stripped):
ωτωεις
IDX:
98541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98542
Key:
Data
{'content': 'with ears'}