Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠτοθλαδίας
ὠτοκάταξις
ὠτοκλαδίας
ὠτοκοπέω
ὠτοκωφέω
ὠτολαβίς
ὠτόλικνος
ὠτοπάροχος
ὠτοπέτης
ὠτόρρυτος
ὦτος
ὠτότμητος
ὠτώεις
ᾠΰφιον
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
ὠφελητικός
View word page
ὦτος
a horned/eared owl; a booby

ShortDef

a horned/eared owl; a booby

Debugging

Headword:
ὦτος
Headword (normalized):
ὦτος
Headword (normalized/stripped):
ωτος
IDX:
98539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98540
Key:

Data

{'content': 'a horned/eared owl; a booby'}