Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠτοειδής
ὠτοθλαδίας
ὠτοκάταξις
ὠτοκλαδίας
ὠτοκοπέω
ὠτοκωφέω
ὠτολαβίς
ὠτόλικνος
ὠτοπάροχος
ὠτοπέτης
ὠτόρρυτος
ὦτος
ὠτότμητος
ὠτώεις
ᾠΰφιον
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
ὠφελητέος
View word page
ὠτόρρυτος
having a running from the ears

ShortDef

having a running from the ears

Debugging

Headword:
ὠτόρρυτος
Headword (normalized):
ὠτόρρυτος
Headword (normalized/stripped):
ωτορρυτος
IDX:
98538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98539
Key:

Data

{'content': 'having a running from the ears'}