Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠτογλυφίς
ὠτοειδής
ὠτοθλαδίας
ὠτοκάταξις
ὠτοκλαδίας
ὠτοκοπέω
ὠτοκωφέω
ὠτολαβίς
ὠτόλικνος
ὠτοπάροχος
ὠτοπέτης
ὠτόρρυτος
ὦτος
ὠτότμητος
ὠτώεις
ᾠΰφιον
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
ὠφέλησις
View word page
ὠτοπέτης
auritus

ShortDef

auritus

Debugging

Headword:
ὠτοπέτης
Headword (normalized):
ὠτοπέτης
Headword (normalized/stripped):
ωτοπετης
IDX:
98537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98538
Key:

Data

{'content': 'auritus'}