Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠτίς
ὠτογλυφίς
ὠτοειδής
ὠτοθλαδίας
ὠτοκάταξις
ὠτοκλαδίας
ὠτοκοπέω
ὠτοκωφέω
ὠτολαβίς
ὠτόλικνος
ὠτοπάροχος
ὠτοπέτης
ὠτόρρυτος
ὦτος
ὠτότμητος
ὠτώεις
ᾠΰφιον
ὠφέλεια
ὠφελέω
ὠφέλημα
ὠφελήσιμος
View word page
ὠτοπάροχος
supplying ears

ShortDef

supplying ears

Debugging

Headword:
ὠτοπάροχος
Headword (normalized):
ὠτοπάροχος
Headword (normalized/stripped):
ωτοπαροχος
IDX:
98536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98537
Key:

Data

{'content': 'supplying ears'}