Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠτικός
ὠτίον
ὠτιοφόρος
ὠτίς
ὠτογλυφίς
ὠτοειδής
ὠτοθλαδίας
ὠτοκάταξις
ὠτοκλαδίας
ὠτοκοπέω
ὠτοκωφέω
ὠτολαβίς
ὠτόλικνος
ὠτοπάροχος
ὠτοπέτης
ὠτόρρυτος
ὦτος
ὠτότμητος
ὠτώεις
ᾠΰφιον
ὠφέλεια
View word page
ὠτοκωφέω
to be hard of hearing

ShortDef

to be hard of hearing

Debugging

Headword:
ὠτοκωφέω
Headword (normalized):
ὠτοκωφέω
Headword (normalized/stripped):
ωτοκωφεω
IDX:
98533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98534
Key:

Data

{'content': 'to be hard of hearing'}