Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠτειλόομαι
ὠτικός
ὠτίον
ὠτιοφόρος
ὠτίς
ὠτογλυφίς
ὠτοειδής
ὠτοθλαδίας
ὠτοκάταξις
ὠτοκλαδίας
ὠτοκοπέω
ὠτοκωφέω
ὠτολαβίς
ὠτόλικνος
ὠτοπάροχος
ὠτοπέτης
ὠτόρρυτος
ὦτος
ὠτότμητος
ὠτώεις
ᾠΰφιον
View word page
ὠτοκοπέω
stun the ears by talking

ShortDef

stun the ears by talking

Debugging

Headword:
ὠτοκοπέω
Headword (normalized):
ὠτοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
ωτοκοπεω
IDX:
98532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98533
Key:

Data

{'content': 'stun the ears by talking'}