Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠτειλῆθεν
ὠτειλόομαι
ὠτικός
ὠτίον
ὠτιοφόρος
ὠτίς
ὠτογλυφίς
ὠτοειδής
ὠτοθλαδίας
ὠτοκάταξις
ὠτοκλαδίας
ὠτοκοπέω
ὠτοκωφέω
ὠτολαβίς
ὠτόλικνος
ὠτοπάροχος
ὠτοπέτης
ὠτόρρυτος
ὦτος
ὠτότμητος
ὠτώεις
View word page
ὠτοκλαδίας
auriflaccus
ShortDef
auriflaccus
Debugging
Headword:
ὠτοκλαδίας
Headword (normalized):
ὠτοκλαδίας
Headword (normalized/stripped):
ωτοκλαδιας
IDX:
98531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98532
Key:
Data
{'content': 'auriflaccus'}