Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠτάριον
ὠτεγχύτης
ὠτειλή
ὠτειλῆθεν
ὠτειλόομαι
ὠτικός
ὠτίον
ὠτιοφόρος
ὠτίς
ὠτογλυφίς
ὠτοειδής
ὠτοθλαδίας
ὠτοκάταξις
ὠτοκλαδίας
ὠτοκοπέω
ὠτοκωφέω
ὠτολαβίς
ὠτόλικνος
ὠτοπάροχος
ὠτοπέτης
ὠτόρρυτος
View word page
ὠτοειδής
like an ear, ear-shaped

ShortDef

like an ear, ear-shaped

Debugging

Headword:
ὠτοειδής
Headword (normalized):
ὠτοειδής
Headword (normalized/stripped):
ωτοειδης
IDX:
98528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98529
Key:

Data

{'content': 'like an ear, ear-shaped'}