Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠταλγικός
ὠταρᾶς
ὠτάριον
ὠτεγχύτης
ὠτειλή
ὠτειλῆθεν
ὠτειλόομαι
ὠτικός
ὠτίον
ὠτιοφόρος
ὠτίς
ὠτογλυφίς
ὠτοειδής
ὠτοθλαδίας
ὠτοκάταξις
ὠτοκλαδίας
ὠτοκοπέω
ὠτοκωφέω
ὠτολαβίς
ὠτόλικνος
ὠτοπάροχος
View word page
ὠτίς
a bustard

ShortDef

a bustard

Debugging

Headword:
ὠτίς
Headword (normalized):
ὠτίς
Headword (normalized/stripped):
ωτις
IDX:
98526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98527
Key:

Data

{'content': 'a bustard'}