Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠταλγιάω
ὠταλγικός
ὠταρᾶς
ὠτάριον
ὠτεγχύτης
ὠτειλή
ὠτειλῆθεν
ὠτειλόομαι
ὠτικός
ὠτίον
ὠτιοφόρος
ὠτίς
ὠτογλυφίς
ὠτοειδής
ὠτοθλαδίας
ὠτοκάταξις
ὠτοκλαδίας
ὠτοκοπέω
ὠτοκωφέω
ὠτολαβίς
ὠτόλικνος
View word page
ὠτιοφόρος
a boxer with cauliflower ears

ShortDef

a boxer with cauliflower ears

Debugging

Headword:
ὠτιοφόρος
Headword (normalized):
ὠτιοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ωτιοφορος
IDX:
98525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98526
Key:

Data

{'content': 'a boxer with cauliflower ears'}