Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠταλγία
ὠταλγιάω
ὠταλγικός
ὠταρᾶς
ὠτάριον
ὠτεγχύτης
ὠτειλή
ὠτειλῆθεν
ὠτειλόομαι
ὠτικός
ὠτίον
ὠτιοφόρος
ὠτίς
ὠτογλυφίς
ὠτοειδής
ὠτοθλαδίας
ὠτοκάταξις
ὠτοκλαδίας
ὠτοκοπέω
ὠτοκωφέω
ὠτολαβίς
View word page
ὠτίον
(little) ear, little handle

ShortDef

(little) ear, little handle

Debugging

Headword:
ὠτίον
Headword (normalized):
ὠτίον
Headword (normalized/stripped):
ωτιον
IDX:
98524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98525
Key:

Data

{'content': '(little) ear, little handle'}