Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠταλγέω
ὠταλγία
ὠταλγιάω
ὠταλγικός
ὠταρᾶς
ὠτάριον
ὠτεγχύτης
ὠτειλή
ὠτειλῆθεν
ὠτειλόομαι
ὠτικός
ὠτίον
ὠτιοφόρος
ὠτίς
ὠτογλυφίς
ὠτοειδής
ὠτοθλαδίας
ὠτοκάταξις
ὠτοκλαδίας
ὠτοκοπέω
ὠτοκωφέω
View word page
ὠτικός
of or for the ear

ShortDef

of or for the ear

Debugging

Headword:
ὠτικός
Headword (normalized):
ὠτικός
Headword (normalized/stripped):
ωτικος
IDX:
98523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98524
Key:

Data

{'content': 'of or for the ear'}