Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠτακουστής
ὠταλγέω
ὠταλγία
ὠταλγιάω
ὠταλγικός
ὠταρᾶς
ὠτάριον
ὠτεγχύτης
ὠτειλή
ὠτειλῆθεν
ὠτειλόομαι
ὠτικός
ὠτίον
ὠτιοφόρος
ὠτίς
ὠτογλυφίς
ὠτοειδής
ὠτοθλαδίας
ὠτοκάταξις
ὠτοκλαδίας
ὠτοκοπέω
View word page
ὠτειλόομαι
cicatrize

ShortDef

cicatrize

Debugging

Headword:
ὠτειλόομαι
Headword (normalized):
ὠτειλόομαι
Headword (normalized/stripped):
ωτειλοομαι
IDX:
98522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98523
Key:

Data

{'content': 'cicatrize'}