Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠτακίς
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠταλγέω
ὠταλγία
ὠταλγιάω
ὠταλγικός
ὠταρᾶς
ὠτάριον
ὠτεγχύτης
ὠτειλή
ὠτειλῆθεν
ὠτειλόομαι
ὠτικός
ὠτίον
ὠτιοφόρος
ὠτίς
ὠτογλυφίς
ὠτοειδής
ὠτοθλαδίας
ὠτοκάταξις
View word page
ὠτειλή
a wound
ShortDef
a wound
Debugging
Headword:
ὠτειλή
Headword (normalized):
ὠτειλή
Headword (normalized/stripped):
ωτειλη
IDX:
98520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98521
Key:
Data
{'content': 'a wound'}