Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠσχοφόροι
ὠτακίς
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠταλγέω
ὠταλγία
ὠταλγιάω
ὠταλγικός
ὠταρᾶς
ὠτάριον
ὠτεγχύτης
ὠτειλή
ὠτειλῆθεν
ὠτειλόομαι
ὠτικός
ὠτίον
ὠτιοφόρος
ὠτίς
ὠτογλυφίς
ὠτοειδής
ὠτοθλαδίας
View word page
ὠτεγχύτης
ear-syringe

ShortDef

ear-syringe

Debugging

Headword:
ὠτεγχύτης
Headword (normalized):
ὠτεγχύτης
Headword (normalized/stripped):
ωτεγχυτης
IDX:
98519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98520
Key:

Data

{'content': 'ear-syringe'}