Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠσχοφορικός
ὠσχοφόροι
ὠτακίς
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠταλγέω
ὠταλγία
ὠταλγιάω
ὠταλγικός
ὠταρᾶς
ὠτάριον
ὠτεγχύτης
ὠτειλή
ὠτειλῆθεν
ὠτειλόομαι
ὠτικός
ὠτίον
ὠτιοφόρος
ὠτίς
ὠτογλυφίς
ὠτοειδής
View word page
ὠτάριον
a little ear

ShortDef

a little ear

Debugging

Headword:
ὠτάριον
Headword (normalized):
ὠτάριον
Headword (normalized/stripped):
ωταριον
IDX:
98518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98519
Key:

Data

{'content': 'a little ear'}