Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὠσχοφόρια
ὠσχοφορικός
ὠσχοφόροι
ὠτακίς
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠταλγέω
ὠταλγία
ὠταλγιάω
ὠταλγικός
ὠταρᾶς
ὠτάριον
ὠτεγχύτης
ὠτειλή
ὠτειλῆθεν
ὠτειλόομαι
ὠτικός
ὠτίον
ὠτιοφόρος
ὠτίς
ὠτογλυφίς
View word page
ὠταρᾶς
auriculosus

ShortDef

auriculosus

Debugging

Headword:
ὠταρᾶς
Headword (normalized):
ὠταρᾶς
Headword (normalized/stripped):
ωταρας
IDX:
98517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98518
Key:

Data

{'content': 'auriculosus'}