Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠσχοφορέω
Ὠσχοφόρια
ὠσχοφορικός
ὠσχοφόροι
ὠτακίς
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠταλγέω
ὠταλγία
ὠταλγιάω
ὠταλγικός
ὠταρᾶς
ὠτάριον
ὠτεγχύτης
ὠτειλή
ὠτειλῆθεν
ὠτειλόομαι
ὠτικός
ὠτίον
ὠτιοφόρος
ὠτίς
View word page
ὠταλγικός
suffering from ear-ache

ShortDef

suffering from ear-ache

Debugging

Headword:
ὠταλγικός
Headword (normalized):
ὠταλγικός
Headword (normalized/stripped):
ωταλγικος
IDX:
98516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98517
Key:

Data

{'content': 'suffering from ear-ache'}