Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠστός
ὤσχη
ὠσχός
ὠσχοφορέω
Ὠσχοφόρια
ὠσχοφορικός
ὠσχοφόροι
ὠτακίς
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠταλγέω
ὠταλγία
ὠταλγιάω
ὠταλγικός
ὠταρᾶς
ὠτάριον
ὠτεγχύτης
ὠτειλή
ὠτειλῆθεν
ὠτειλόομαι
ὠτικός
View word page
ὠταλγέω
have the ear-ache
ShortDef
have the ear-ache
Debugging
Headword:
ὠταλγέω
Headword (normalized):
ὠταλγέω
Headword (normalized/stripped):
ωταλγεω
IDX:
98513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98514
Key:
Data
{'content': 'have the ear-ache'}