Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠστισμός
ὠστός
ὤσχη
ὠσχός
ὠσχοφορέω
Ὠσχοφόρια
ὠσχοφορικός
ὠσχοφόροι
ὠτακίς
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠταλγέω
ὠταλγία
ὠταλγιάω
ὠταλγικός
ὠταρᾶς
ὠτάριον
ὠτεγχύτης
ὠτειλή
ὠτειλῆθεν
ὠτειλόομαι
View word page
ὠτακουστής
a listener, spy

ShortDef

a listener, spy

Debugging

Headword:
ὠτακουστής
Headword (normalized):
ὠτακουστής
Headword (normalized/stripped):
ωτακουστης
IDX:
98512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98513
Key:

Data

{'content': 'a listener, spy'}