Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠστικός
ὠστισμός
ὠστός
ὤσχη
ὠσχός
ὠσχοφορέω
Ὠσχοφόρια
ὠσχοφορικός
ὠσχοφόροι
ὠτακίς
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠταλγέω
ὠταλγία
ὠταλγιάω
ὠταλγικός
ὠταρᾶς
ὠτάριον
ὠτεγχύτης
ὠτειλή
ὠτειλῆθεν
View word page
ὠτακουστέω
to hearken to, listen, watch covertly
ShortDef
to hearken to, listen, watch covertly
Debugging
Headword:
ὠτακουστέω
Headword (normalized):
ὠτακουστέω
Headword (normalized/stripped):
ωτακουστεω
IDX:
98511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98512
Key:
Data
{'content': 'to hearken to, listen, watch covertly'}