Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠστίζομαι
ὠστικός
ὠστισμός
ὠστός
ὤσχη
ὠσχός
ὠσχοφορέω
Ὠσχοφόρια
ὠσχοφορικός
ὠσχοφόροι
ὠτακίς
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠταλγέω
ὠταλγία
ὠταλγιάω
ὠταλγικός
ὠταρᾶς
ὠτάριον
ὠτεγχύτης
ὠτειλή
View word page
ὠτακίς
sea plant
ShortDef
sea plant
Debugging
Headword:
ὠτακίς
Headword (normalized):
ὠτακίς
Headword (normalized/stripped):
ωτακις
IDX:
98510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98511
Key:
Data
{'content': 'sea plant'}