Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὤστης
ὠστίζομαι
ὠστικός
ὠστισμός
ὠστός
ὤσχη
ὠσχός
ὠσχοφορέω
Ὠσχοφόρια
ὠσχοφορικός
ὠσχοφόροι
ὠτακίς
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠταλγέω
ὠταλγία
ὠταλγιάω
ὠταλγικός
ὠταρᾶς
ὠτάριον
ὠτεγχύτης
View word page
ὠσχοφόροι
the young men who carried the vine-branches

ShortDef

the young men who carried the vine-branches

Debugging

Headword:
ὠσχοφόροι
Headword (normalized):
ὠσχοφόροι
Headword (normalized/stripped):
ωσχοφοροι
IDX:
98509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98510
Key:

Data

{'content': 'the young men who carried the vine-branches'}