Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὡσπερεί
ὡσπεροὖν
ὥστε
ὠστέον
ὤστης
ὠστίζομαι
ὠστικός
ὠστισμός
ὠστός
ὤσχη
ὠσχός
ὠσχοφορέω
Ὠσχοφόρια
ὠσχοφορικός
ὠσχοφόροι
ὠτακίς
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
ὠταλγέω
ὠταλγία
ὠταλγιάω
View word page
ὠσχός
vine-shoot?

ShortDef

vine-shoot?

Debugging

Headword:
ὠσχός
Headword (normalized):
ὠσχός
Headword (normalized/stripped):
ωσχος
IDX:
98505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98506
Key:

Data

{'content': 'vine-shoot?'}