Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠσμή
ὥσπερ
ὡσπεράν
ὡσπερεί
ὡσπεροὖν
ὥστε
ὠστέον
ὤστης
ὠστίζομαι
ὠστικός
ὠστισμός
ὠστός
ὤσχη
ὠσχός
ὠσχοφορέω
Ὠσχοφόρια
ὠσχοφορικός
ὠσχοφόροι
ὠτακίς
ὠτακουστέω
ὠτακουστής
View word page
ὠστισμός
a thrusting away

ShortDef

a thrusting away

Debugging

Headword:
ὠστισμός
Headword (normalized):
ὠστισμός
Headword (normalized/stripped):
ωστισμος
IDX:
98502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98503
Key:

Data

{'content': 'a thrusting away'}