Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὡσείτε
ὦσις
ὠσμή
ὥσπερ
ὡσπεράν
ὡσπερεί
ὡσπεροὖν
ὥστε
ὠστέον
ὤστης
ὠστίζομαι
ὠστικός
ὠστισμός
ὠστός
ὤσχη
ὠσχός
ὠσχοφορέω
Ὠσχοφόρια
ὠσχοφορικός
ὠσχοφόροι
ὠτακίς
View word page
ὠστίζομαι
to push and be pushed about
ShortDef
to push and be pushed about
Debugging
Headword:
ὠστίζομαι
Headword (normalized):
ὠστίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ωστιζομαι
IDX:
98500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98501
Key:
Data
{'content': 'to push and be pushed about'}