Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὡσεί
ὡσείτε
ὦσις
ὠσμή
ὥσπερ
ὡσπεράν
ὡσπερεί
ὡσπεροὖν
ὥστε
ὠστέον
ὤστης
ὠστίζομαι
ὠστικός
ὠστισμός
ὠστός
ὤσχη
ὠσχός
ὠσχοφορέω
Ὠσχοφόρια
ὠσχοφορικός
ὠσχοφόροι
View word page
ὤστης
one who thrusts

ShortDef

one who thrusts

Debugging

Headword:
ὤστης
Headword (normalized):
ὤστης
Headword (normalized/stripped):
ωστης
IDX:
98499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98500
Key:

Data

{'content': 'one who thrusts'}