Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαίνυμαι
ἀπαιολάω
ἀπαιολέω
ἀπαιόλη
ἀπαιόλημα
ἀπαίρω
ἄπαις
ἀπαίσιος
Ἀπαισός
ἀπαΐσσω
ἀπαισχύνομαι
ἀπαιτέω
ἀπαίτημα
ἀπαιτήσιμον
ἀπαίτησις
ἀπαιτητέον
ἀπαιτητής
ἀπαιτητικός
ἀπαιτίζω
ἀπαίων
ἀπαιωρέομαι
View word page
ἀπαισχύνομαι
to refuse through shame

ShortDef

to refuse through shame

Debugging

Headword:
ἀπαισχύνομαι
Headword (normalized):
ἀπαισχύνομαι
Headword (normalized/stripped):
απαισχυνομαι
IDX:
9848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9849
Key:

Data

{'content': 'to refuse through shame'}