Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὡροσκοπικός
ὡροσκόπος
ὡροτρόφος
ὤρυγγες
ὠρυδόν
ὠρυθμός
ὠρυκτής
ὠρύομαι
ὠρυτός
Ὠρωπός
ὦς
ὡς
ὥς
ὡσάν
ὡσανεί
ὡσαννά
ὡσαύτως
ὡσεί
ὡσείτε
ὦσις
ὠσμή
View word page
ὦς
(Dor.) ear
ShortDef
(Dor.) ear
Debugging
Headword:
ὦς
Headword (normalized):
ὦς
Headword (normalized/stripped):
ως
IDX:
98482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98483
Key:
Data
{'content': '(Dor.) ear'}