Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὡροσκοπία
ὡροσκοπικός
ὡροσκόπος
ὡροτρόφος
ὤρυγγες
ὠρυδόν
ὠρυθμός
ὠρυκτής
ὠρύομαι
ὠρυτός
Ὠρωπός
ὦς
ὡς
ὥς
ὡσάν
ὡσανεί
ὡσαννά
ὡσαύτως
ὡσεί
ὡσείτε
ὦσις
View word page
Ὠρωπός
Oropos

ShortDef

Oropos

Debugging

Headword:
Ὠρωπός
Headword (normalized):
ὠρωπός
Headword (normalized/stripped):
ωρωπος
IDX:
98481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98482
Key:

Data

{'content': 'Oropos'}