Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὡροσκοπέω
ὡροσκόπησις
ὡροσκοπία
ὡροσκοπικός
ὡροσκόπος
ὡροτρόφος
ὤρυγγες
ὠρυδόν
ὠρυθμός
ὠρυκτής
ὠρύομαι
ὠρυτός
Ὠρωπός
ὦς
ὡς
ὥς
ὡσάν
ὡσανεί
ὡσαννά
ὡσαύτως
ὡσεί
View word page
ὠρύομαι
to howl
ShortDef
to howl
Debugging
Headword:
ὠρύομαι
Headword (normalized):
ὠρύομαι
Headword (normalized/stripped):
ωρυομαι
IDX:
98479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98480
Key:
Data
{'content': 'to howl'}