Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὡροσκοπεῖον
ὡροσκοπέω
ὡροσκόπησις
ὡροσκοπία
ὡροσκοπικός
ὡροσκόπος
ὡροτρόφος
ὤρυγγες
ὠρυδόν
ὠρυθμός
ὠρυκτής
ὠρύομαι
ὠρυτός
Ὠρωπός
ὦς
ὡς
ὥς
ὡσάν
ὡσανεί
ὡσαννά
ὡσαύτως
View word page
ὠρυκτής
howling
ShortDef
howling
Debugging
Headword:
ὠρυκτής
Headword (normalized):
ὠρυκτής
Headword (normalized/stripped):
ωρυκτης
IDX:
98478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98479
Key:
Data
{'content': 'howling'}