Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὦρος2
ὡροσκοπεῖον
ὡροσκοπέω
ὡροσκόπησις
ὡροσκοπία
ὡροσκοπικός
ὡροσκόπος
ὡροτρόφος
ὤρυγγες
ὠρυδόν
ὠρυθμός
ὠρυκτής
ὠρύομαι
ὠρυτός
Ὠρωπός
ὦς
ὡς
ὥς
ὡσάν
ὡσανεί
ὡσαννά
View word page
ὠρυθμός
a howling, roaring
ShortDef
a howling, roaring
Debugging
Headword:
ὠρυθμός
Headword (normalized):
ὠρυθμός
Headword (normalized/stripped):
ωρυθμος
IDX:
98477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98478
Key:
Data
{'content': 'a howling, roaring'}